ορθοπεδική

ορθοπεδική
Κλάδος της ιατρικής, που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπευτική αντιμετώπιση των μορφολογικών και λειτουργικών αλλοιώσεων του κινητικού συστήματος (oστών, αρθρώσεων, μυών και τενόντων), θα πρέπει να τονιστεί ότι η οστεοαρθρική παθολογία των τραυμάτων, αντικείμενο μελέτης της τραυματολογίας, αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μέρος, αλλά όχι ολόκληρη την o., που ασχολείται και με τις συγγενείς αλλοιώσεις του κινητικού συστήματος, καθώς και με εκείνες που οφείλονται σε γενικές ή τοπικές παθήσεις. Ο όρος ο. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο γιατρό Νικολά Αντρύ (1658-1742) το 1741, για να δείξει την τέχνη πρόληψης και θεραπείας των σκελετικών παραμορφώσεων. Ως ειδικότητα της χειρουργικής, η ο. εμφανίστηκε σχετικά πρόσφατα και η ταχεία εξέλιξη της οφείλεται ίσως στον μεγάλο αριθμό τραυματιών και ακρωτηριασθέντων στους πολέμους των τελευταίων δεκαετιών του περασμένου αιώνα και κυρίως του A’ Παγκοσμίου πόλεμου. Το ότι η ο. ασκούνταν και κατά την αρχαιότητα είναι γνωστό από τα ακινητοποιηθέντα με νάρθηκες κατάγματα που βρέθηκαν σε αιγυπτιακές μούμιες· οι όροι σκολίωση, κύφωση και λόρδωση, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν στα κείμενα του Γαληνού και, για να αναφερθούμε σε πιο κοντινούς σε μας αιώνες, είναι πολυάριθμες κατά τον 17o αι. οι εικονογραφήσεις απλών μεθόδων και πολύπλοκων μηχανών για την ανάταξη εξαρθρώσεων και μεταλλικών μηχανημάτων για τη διόρθωση παραμορφώσεων. Στην ανάπτυξη της σύγχρονης ο. συνετέλεσε αποφασιστικά η πρόοδος της χειρουργικής και η τελειοποίηση της ακτινοδιαγνωστικής· οι θεραπευτικές μέθοδοι της ο. δεν είναι μόνο χειρουργικές: μαζί με τις διορθωτικές τομές, τις πλαστικές των οστών, τις εγχειρητικές και μη ανατάξεις, την τοποθέτηση γύψων, την εφαρμογή προθέσεων, η ο. τελειοποιεί μεθόδους ιατρικής γυμναστικής, κατευθύνει την κινητική αποκατάσταση, διατάσσει την κινησιοθεραπεία, την ηλεκτροθεραπεία, τα μασσάζ κ.ά. Η πρόοδος των βιολογικών και τεχνικών επιστημών προσέθεσε καινούργια μέσα θεραπείας στα κλασικά: κατασκευάστηκαν τμήματα του σκελετού από μέταλλο για οστεοαρθρικές πλαστικές και δημιουργήθηκαν οι τράπεζες οστών, εργαστήρια υψηλής εξειδίκευσης για τη διατήρηση οστών που χρησιμοποιούνται ως μοσχεύματα σε εγχειρήσεις διορθωτικές, αρθρόδεσης κ.ά.· οι πρόοδοι της αναισθησιολογίας και η ανακάλυψη των αντιβιοτικών περιόρισαν σημαντικά τους κινδύνους και βελτίωσαν τα αποτελέσματα των ορθοπεδικών επεμβάσεων, που συχνά είναι ερευνητικές και μεγάλης διάρκειας· πέρα από αυτά επέτρεψαν χειρουργικές επεμβάσεις που ήταν αδύνατες παλαιότερα. Σήμερα, κάθε μεγάλο ορθοπεδικό κέντρο συμπληρώνεται με ένα εργαστήριο, όπου ειδικευμένο προσωπικό κατασκευάζει συσκευές πρόθεσης και όργανα γυμναστικής με τις οδηγίες ορθοπεδικών γιατρών· τα πιο οργανωμένα ορθοπεδικά κέντρα έχουν γυμναστήρια και πισίνες για την αποκατάσταση της κινητικότητας και έτσι ανταποκρίνονται στο έργο απόδοσης των ανάπηρων στην κοινωνία, πρόβλημα μεγάλης επικαιρότητας, όταν ληφθεί υπόψη η τεράστια αύξηση των βλαβών που προξενούνται στο κινητικό σύστημα με την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της οδικής κυκλοφορίας. Εφαρμογή κορσέ από πλαστική όλη, κατάλληλου για παθήσεις της σπονδυλικής στήλης. Σε όλα τα μεγάλα ορθοπεδικά κέντρα του κόσμου υπάρχουν καλά εξοπλισμένα εργαστήρια, κατασκευής διάφορων προθετικών συσκευών. Ορθοπεδικός χειρούργος εξετάζει ασθενή του (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορθοπεδικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και ορθοπεδικός 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθοπεδική 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορθοπεδικός γιατρός που έχει ειδικευθεί στην ορθοπεδική 3. το θηλ. ως ουσ. η ορθοπεδική η παθολογία και η θεραπευτική τών… …   Dictionary of Greek

  • ορθοπεδικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ορθοπεδική χειρουργική και το θεραπευτικό της έργο: Ορθοπεδικά μηχανήματα. 2. ως ουσ., ορθοπεδικός, ο, η ο ειδικός επιστήμονας χειρουργός για παθήσεις του σκελετού. 3. ως ουσ., ορθοπεδική, η κλάδος της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαιώρημα — ἀπαιώρημα, το (Α) ορθοπεδική ταινία η οποία κρέμεται από τον λαιμό και υποβαστάζει σπασμένο χέρι, είδος νάρθηκα …   Dictionary of Greek

  • γλωσσοκομείον — γλωσσοκομεῑον και γλωττοκομεῑον, το (Α) [γλωσσόκομον] 1. κιβώτιο για τη φύλαξη γλωττίδων, στομίων τών αυλών 2. ορθοπεδική συσκευή για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος τού σώματος 3. το γυναικείο αιδοίο …   Dictionary of Greek

  • εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • ορθοπεδία — η η ορθοπεδική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πεδία (< πέδον «έδαφος»)] …   Dictionary of Greek

  • ορθοπεδιστής — ο 1. ιατρός ειδικευμένος στην ορθοπεδική 2. τεχνίτης που κατασκευάζει ορθοπεδικά εργαλεία και μηχανήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθοπεδία. Η λ. ως όρος τής Νεοελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. orthopediste] …   Dictionary of Greek

  • φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται …   Dictionary of Greek

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek

  • Γαροφαλίδης, Θεόδωρος — (Αθήνα 1898 – 1978). Γιατρός, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Παρισιού και ειδικεύτηκε στην ορθοπεδική στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Εργάστηκε αρχικά ως βοηθός στην Α’ Χειρουργική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”